(sc. λίθος), ὁ, also ἀμμῖτις, ἡ, sandstone, Plin. HN 37.168.
ἀμμίτης: ὁ, ὡσαύτως ἀμμῖτις, ἡ, (ἐνν. λίθος) = ἀμμόλιθος, Πλίν. 37. 10.