ἔνδᾳδος
English (LSJ)
ον, (< δᾴς) resinous, full of resin, ib. 3.9.3.
German (Pape)
[Seite 831] kienig, harzig, πεύκη, eine Kiefer, deren Kien sich an einer Stelle sammelt u. dadurch den Baum erstickt, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδᾳδος: -ον, (δᾴς) πλήρης ῥητίνης, ῥητινώδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 3.
Spanish (DGE)
-ον
bot. resinoso πεύκη ... οὐκ ἔστιν οὐδ' ὅλως οὐδὲν ἔνδᾳδον Thphr.HP 4.5.3, cf. CP 6.11.6, (φασί) τὴν δὲ πεύκην ἔχειν γλυκύτητα καὶ ὅσῳ ἐνδᾳδοτέρα μᾶλλον Thphr.HP 5.4.4, cf. 9.2.2
•como fitopatología resinoso en exceso ὅταν ... τὸ ἔξω τοῦ στελέχους ἔνδᾳδον γένηται Thphr.HP 3.2.5.