σκέραφος

Revision as of 11:02, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

and σχέραφος, = λοιδορία, βλασφημία, Hsch.; cf. κέραφος.

German (Pape)

[Seite 893] τό, att. σχέραφος, auch κέραφος, Hesych., kommt nur bei Gramm. vor, die es λοιδορία, βλασφημία erklären. Man vergleiche σκέρβολος.

Greek (Liddell-Scott)

σκέρᾰφος: ἢ σχέραφος, τό, παρ’ Ἡσύχ., κλπ., ὅστις ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «λοιδορία, κακολογία, βλασφημία», κτλ.

Greek Monolingual

και σχέραφος Α
(κατά τον Ησύχ.) «λοιδορία, βλασφημία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. σκερβόλλω «σκώπτω» και εμφανίζει πιθ. υποκορ. επίθημα -α-φος, πρβλ. κρότ-α-φος. Παρλλ. απαντά και τ. κέραφος χωρίς αρκτικό σ- (βλ. και λ. σκερβόλλω)].

Frisk Etymological English

See also: s. σκερβόλλω