σκέρβολος

English (LSJ)

scolding, abusive, Call.Fr.281, Hsch.

German (Pape)

[Seite 893] schmähend, scheltend, lästernd; σκέρβολα μυθήσαντο, Callim. bei Schol. Ar. Equ. 818, Hesych. erkl. λοίδορος, ἀπατεών.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
injurieux, outrageant.
Étymologie: σκώρ, βάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

σκέρβολος: κακολόγος, ὑβριστής, Καλλ. Ἀποσπ. 287· «λοίδορος καὶ τὰ ὅμοια» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
κακολόγος, βλάσφημος, υβριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. σκερβόλλω)].

Mantoulidis Etymological

(=κακολόγος). Πιθανόν ἀπό τό σκῶρ (=σκατό) + βάλλω.