σκέρβολος
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 893] schmähend, scheltend, lästernd; σκέρβολα μυθήσαντο, Callim. bei Schol. Ar. Equ. 818, Hesych. erkl. λοίδορος, ἀπατεών.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
injurieux, outrageant.
Étymologie: σκώρ, βάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
σκέρβολος: κακολόγος, ὑβριστής, Καλλ. Ἀποσπ. 287· «λοίδορος καὶ τὰ ὅμοια» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
κακολόγος, βλάσφημος, υβριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. σκερβόλλω)].