ἄλινσις

Revision as of 11:03, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

-εως, ἡ, = ἄλειψις, τοῦ ἐργαστηρίου IG 4.1484.39 (Epid.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄλινσις: -εως, ἡ, τριβὴ (λέανσις, στίλβωμα), Σαμίων ἕλετο ἄλινσιν τοῦ ἐργαστηρίου καὶ κονίασιν, [IV] Ἐπιγρ. Ἐπιδ. 3325Α39 = Κ. 241, οὐσ. ῥηματ. ἐκ τοῦ ἀλίνω. Πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Α. Β. 383.

Spanish (DGE)

-ιος, ἡ
revoque, enlucido ἄ. τοῦ ἐργαστηρίου καὶ κονίασις IG 42.102.39 (Epidauro IV a.C.), cf. IAE 52A.12, 33 (Epidauro IV a.C.).