ἀγλαόκολπος

Revision as of 11:03, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v.l. for ἀγλαόκαρπος.

German (Pape)

[Seite 16] Lesart einiger mss. Pind. N. 3, 56.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγλαόκολπος: ἀγλαόκαρνος, ἀγλαόκρανος, δ. γρ. ἀντὶ ἀγλαόκαρπος, Πινδ. Νεμ. 3, 56.

English (Slater)

ἀγλᾰόκολπος, -ον
   1 with lovely bosom ἀγλαόκολπον Νηρέος θύγατρα (v. l. ἀγλαόκαρπον, -καρνον, -κρανον. sc. Θέτιν.) (N. 3.56) ]ἀγλαοκ[όλπου] Δωρίδος (supp. Lobel.) Θρ. 4. 4.

Spanish (DGE)

-ον
de hermoso regazode Tetis, Pi.N.3.56, cf. Fr.128d.4.

Russian (Dvoretsky)

ἀγλαόκολπος: с роскошной грудью (Νηρέος θυγάτηρ Pind. - v. l. к ἀγλαόκαρπος).