ἀνθρωποκτονία

Revision as of 11:05, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

ἡ, v. ἀνθρωποκτονέω, ἀνθρωποκτόνος.

German (Pape)

[Seite 234] ἡ, Menschenmord, Heliod. 10, 7.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
matanza de hombres, homicidio Porph.Abst.2.55, Hld.10.7.2, Origenes Io.20.25
del sacrificio humano, Clem.Al.Prot.3.42, Gr.Naz.M.36.45B, Eus.LC 13 (p.239.23).

Greek Monolingual

η (Α ἀνθρωποκτονία)
η με οποιονδήποτε τρόπο πρόκληση του θανάτου άλλου ανθρώπου από τον δράστη.