ἀνθρωποκτονία
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
English (LSJ)
ἡ, v. ἀνθρωποκτονέω, ἀνθρωποκτόνος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
matanza de hombres, homicidio Porph.Abst.2.55, Hld.10.7.2, Origenes Io.20.25
•del sacrificio humano, Clem.Al.Prot.3.42, Gr.Naz.M.36.45B, Eus.LC 13 (p.239.23).
German (Pape)
[Seite 234] ἡ, Menschenmord, Heliod. 10, 7.
Greek Monolingual
η (Α ἀνθρωποκτονία)
η με οποιονδήποτε τρόπο πρόκληση του θανάτου άλλου ανθρώπου από τον δράστη.