βαρδύτερος
English (LSJ)
Comp. in Theoc. 29.30; v. βάρδιστος.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
poét. p. βραδύτερος.
Russian (Dvoretsky)
βαρδύτερος: Theocr. compar. к βραούς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρδύτερος comp. van βραδύς.
Comp. in Theoc. 29.30; v. βάρδιστος.
poét. p. βραδύτερος.
βαρδύτερος: Theocr. compar. к βραούς.
βαρδύτερος comp. van βραδύς.