βραδύς
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
βραδεῖα, βραδύ: Comp.
A βραδύτερος Th.4.8; metath. βαρδύτερος Theoc.29.30; βραδίων Artem.1.70: Sup. βραδύτατος Ar.Fr.357, also βράδιστος (metath. βάρδιστος Il.23.310,530, Doroth(?).ap.Heph. Astr.3.30) Aret.SD1.6, βραδίστατος Ael.Fr.325:—slow, κιχάνει τοι β. ὠκύν Od.8.329, etc.: c. inf., ἀλλά τοι ἵπποι βάρδιστοι θείειν slowest at running, Il.23.310; β. λέγειν E.HF237, etc.; τὸ βραδύ = delay, Pl.Lg. 766e. Adv. βραδέως, χωρεῖν Th.5.70; θεῖν Pl.Prt. 336a, etc.: Comp. βραδύτερον Hp.Prog.22, Pl.Tht.190a; βραδυτέρως Aen.Tact.16.12; βράδῐον Hes.Op.528, Sor.1.117 (condemned by Luc.Sol.7): Sup. βραδύτατα Pl.Ti.39b.
2 of the mind, dull, sluggish, ἐπιλήσμων καί β. Ar.Nu.129; opp. ἀγχίνους, Pl.Phdr.239a; βράδιστοι τὴν γνώμην Aret.l.c.: c. inf., προνοῆσαι βραδεῖς Th.3.38; τὸ βραδὺ καὶ μέλλον slowness and deliberation, Th.1.84. Adv. βραδέως, βουλεύεσθαι ib.78; β. ὀλίγην ὀργὴν ποιεῖσθαι Pl.Phdr.233c.
3 in Egypt, of illiterates, βραδέως, βραδύτερον γράφειν, PTeb.316.101 (i A. D.), PRyl.173.13 (i A. D.); also βραδέα γράφουσα BGU446.19 (ii A. D.).
II of time, tardy, late, σὺν χρόνῳ β. μολών S.Tr.395, cf. Th.7.43; βραδεῖαν… ὁδὸν πέμπων S.Aj.738. Adv., ἕως βραδέως ἦν τῆς ἡμέρας D.L.2.139: neut. as adverb, ὀψὲ καὶ βραδὺ τῆς ἡλικίας Hld.2.29; βράδιον ἀπογαλακτίζειν Sor. l.c.
Spanish (DGE)
(βρᾰδύς) βραδεῖα, βραδύ
• Alolema(s): jón. fem. βραδέα Hp.Vict.1.35
• Morfología: [plu. nom. βραδέες Il.8.104; compar. βραδύτερος Th.4.8, βαρδύτερος Theoc.29.30, βραδίων Artem.1.70, neutr. βράδιον Hes.Op.528; sup. βράδιστος Aret.SD 1.6.8, βραδίστατος Ael.Fr.325, βάρδιστος Il.23.310, 530, Theoc.15.104]
A adj.
I 1lento de animales, esp. de raza equina ἵπποι Il.8.104, cf. 23.310, 530, X.Cyr.5.4.6, β. ἐστί τις ὥσπερ ὄνος Ar.Au.1328, cf. X.Cyn.5.17
•de ciertos dioses y pers. Ἥφαιστος Od.8.330, de un mensajero, S.Ai.739 (pero cf. 738 infra), de los ancianos β. ... καὶ πρεσβύτης Pl.Ap.39b, β. ἄνθρωπος de un participante en las Panateneas, Ar.Ra.1091
•β. πούς ref. al paso de la justicia, E.Fr.979, τιμωρίαι βραδεῖαι juicios ordinarios por oposición a los sumarísimos (ταχεῖαι) D.26.4
•de la corriente de un río, Hdt.1.185, de naves, X.HG 5.1.27, cf. Arist.Ph.218b16, X.Eph.1.12.3
•de abstr. que indican un movimiento κίνησις Hp.Vict.l.c., Epicur.Ep.[3] 98, ἔφοδος Th.4.8, βραδεῖαι ... πορεῖαι X.Ath.2.5, κομιδή Plb.9.43.6, φορά Arist.Mete.341a23, βραδεῖα ... ἐν λόγοισι προσβολή S.Fr.858.1, φθόγγοι Pl.Ti.80a
•c. inf. β. λέγειν E.HF 237, ὠφελεῖν πάτραν β. E.Fr.886, cf. Hec.863, προνοῆσαι Th.3.38, αἴτημά τι βραδύτερον λαμβάνειν petición lenta en ser recibida Herm.Mand.9.7
•c. dat. βραδυτέρους ... τῷ ἀμύνασθαι Th.4.34, βραδεῖς ταῖς πράξεσιν Vett.Val.70.25, de ritmos y cadencias β. ... τοῖς χρόνοις Aristid.Quint.36.30, c. gen. β. τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν demasiado lentos en su corazón para creer, Eu.Luc.24.25, c. ac. de rel. βράδιστοι τὴν γνώμην Aret.SD l.c., c. constr. prep. εἰς τὸ λαλῆσαι Ep.Iac.1.19, εἰς ὀργήν D.Chr.32.2, πρὸς ὀργήν Men.Mon.99
•esp. neutr. como adv. βραδύ ἐλαττωθῆναι D.25.24, φθέγγεσθαι D.Chr.32.2, compar. βραδύτερον: αὔξεται β. Hp.Epid.2.3.17, cf. VM 11.1, Prog.17, Pl.Tht.190a, ποιεῖν PHib.55.5 (III a.C.), τόπους τινὰς περαιοῦν Epicur.Ep.[3] 98, βράδιον ὑπήκουσε Plu.2.460a
•subst. κιχάνει τοι β. ὠκύν alcanza el lento al rápido, Od.8.329, cf. Thgn.329, Arist.Mem.449b8
•neutr. τὸ βραδύ = lentitud τὸ τοῦ ποδὸς μὲν βραδύ, τὸ τοῦ δὲ νοῦ ταχύ E.Io 742, τὸ βραδὺ καὶ μέλλον Th.1.84, cf. Pl.Lg.766e, en la aporía de Zenón llamada Ἀχιλλεύς: τὸ βραδύτατον οὐδέποτε καταληφθήσηται ὑπὸ τοῦ ταχίστου Arist.Ph.239b15 (= Zeno Eleat.A 26)
•milit. τὸ βραδύ = la parte lenta del ejército, la infantería pesada X.An.7.3.37.
2 gener. pred. tardío, retrasado ὡς ἐσμὲν ἤδη τῷ μακρῷ χρόνῳ βραδεῖς porque nos estamos demorando largo tiempo S.Tr.599, cf. σὺν χρόνῳ βραδεῖ μολών S.Tr.395
•demasiado tarde βραδεῖαν ἡμᾶς ἆρ' ὁ τήνδε τὴν ὁδὸν πέμπων ἔπεμψεν, ἢ 'φάνην ἐγὼ β. entonces, se me envió a un encargo destinado a llegar tarde, o he sido yo el lento S.Ai.738, cf. Th.7.43, β. αὐτόθι Πέτρος ἐλείπετο Pedro quedó allí rezagado Nonn.Par.Eu.Io.18.15, β. ὥρα hora tardía, PMasp.77.8 (VI d.C.)
•neutr. subst. βραδὺ τῆς ἡλικίας la época tardía de la edad, la edad tardía Hld.2.29.3
•compar. neutr. como adv. más tarde del sol βράδιον δὲ Πανελλήνεσσι φαείνει Hes.Op.528, cf. OGI 502.18 (II d.C.), 1Ep.Clem.1.1, βράδιον ἀπογαλακτίζειν Sor.87.10, ἀπ' ἐκείνου καὶ θᾶττον καὶ βράδιον διίσταντο más pronto o más tarde se separaron de aquél (de Platón), Numen.24.13, considerado uso no át., Luc.Sol.7, Phryn.71, sup. τὸ βραδύτατα ἀπιόν Pl.Ti.39b.
II fig.
1 calmoso, tranquilo βραδεῖς μῦθοι E.Ph.453
•subst. τὸ βραδύ = la atención detenida como algo propio del estudioso, Vett.Val.455.21
•neutr. compar. como adv. εἰ δώσει δίκην βράδιον Plu.2.459f.
2 de pers., en el plano intelectual tardo, torpe ἐπιλήσμων καὶ β. Ar.Nu.129, op. ὀξύς Th.8.96, a ἀγχίνους Pl.Phdr.239a, a συνετώτατος Plb.4.8.7, ἄδικος καὶ β. Arist.Rh.1382a23, δύσχρηστοι καὶ βραδεῖς Plb.4.8.10, cf. D.H.Orat.Vett.2, S.E.M.7.325
•neutr. como adv. en fórmulas documentales egip. para designar a los semianalfabetos βραδύτερον γράφειν Ostr.757.9 (II/I a.C.), PRyl.173.13 (I a.C.), βραδέα γράφουσα BGU 446.19 (II d.C.).
B adv. βραδέως
I en rel. c. el mov. fís. o el tiempo
1 lentamente, despacio διαχωρεῖ Hp.Vict.2.40, χωρεῖν Th.5.70, περιπατῆσαι Hp.Acut.(Sp.) 42.2, θεῖν Pl.Prt.336a, cf. Archyt.B 1 (p.433), LXX 2Ma.14.17, βραδέως φίλος γίγνου Isoc.1.24, ἐκμετρεῖν Hero Dioptr.34, βραδέως ἔπινε Longus 3.8.2, ὅσα β. φύεται Artem.4.11
•compar. βραδυτέρως Aen.Tact.16.12, βραδιόνως Simpl.in Cat.116.15
•βραδυτέρω, βραδυτάτω consideradas formas incorrectas, A.D.Adu.168.29.
2 tardíamente, tarde c. gen. ἕως βραδέως ἦν τῆς ἡμέρας D.L.2.139.
II 1detenidamente, con calma, pausadamente βουλεύεσθαι Th.1.78, Isoc.1.34, διὰ μεγάλα βραδέως ὀλίγην ὀργὴν ποιούμενος Pl.Phdr.233c, βραδέως τὸ σιωπᾶν ... μαθόντα Eun.VS 484, cf. Vett.Val.16.1.
2 torpemente βραδέως ... καὶ δεδιότως φθέγγεται Vett.Val.229.1, αὐτοῦ βρα[δ] έως γράφοντος (cf. A II 2) PTeb.316.101 (I d.C.).
• Etimología: Adj. en -υς que algunos reconstruyen como *gu̯r̥du-, cf. lituan. gurdùs ‘lento’, let. gur͂ds ‘fatigado’. Tb. se ha rel. c. ἀμέρδω q.u. de *mr̥du-. Sin confirmar.
German (Pape)
[Seite 461] βραδεῖα, βραδύ, langsam; βραδέες ἵπποι Iliad. 8, 104; Gegensatz ὠκύς Odyss. 8, 329 κιχάνει τοι βραδὺς ὠκύν, ὡς καὶ νῦν Ἥφαιστος ἐὼν βραδὺς εἷλεν Ἄρηα, ὠκύτατόν περ ἐόντα θεῶν; Gegensatz ταχύς Plat. Tim. 80 a; θᾶττον καὶ βραδύτερον Phil. 25 c; ὀξύς Thuc.; ποδωκέστατοι – βραδύτατοι Xen. Cyn. 5, 17; τὸ βραδύ, die Langsamkeit, Plat. Legg. VI, 766 e; c. inf., ὠφελεῖν πάτραν, saumselig, Eur. bei Ar. Ran. 1427. – Vom Geiste, dem ἀγχίνους entgeggstzt, Plat. Phaedr. 239 a; vgl. Iliad. 10, 226. – Von der Zeit, spät, Thuc. 7, 43; σὺν χρόνῳ βραδεῖ μολών Soph. Tr. 395; ὀψὲ καὶ βραδὺ τῆς ἡλικίας Heliod. 2, 29; βραδέως τῆς ἡμέρας D. L. 2, 139. – Comparat. gew. βραδύτερος, βραδύτατος; auch βραδίων, Hes. O. 526; Plut. Fab. 12; βράσσων (aus βραδίων) Hom. Iliad. 10, 226 ἀλλά τέ οἱ βράσσων τε νόος λεπτὴ δέ τε μῆτις; aber Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι οἱ γλωσσογράφοι βράσσων ἀντὶ τοῦ ἐλάσσων. οὐδαμοῦ κέχρηται τούτῳ Ὅμηρος. ἀποδοτέον οὖν βρασσόμενος, ταρασσόμενος διὰ τὸ δέος, οὐχ ἑστηκὼς διὰ τὴν ἀγωνίαν. ἅπαξ δὲ ἐνταῦθα κέχρηται τῇ λέξει. Vgl. unter βράζω, βραχύς und βράσσων. – Superl. βράδιστος, E. M.; βάρδιστος, s. oben besonders.
French (Bailly abrégé)
βραδεῖα, βραδύ;
1 lent ; en parl. du caractère lent, tranquille, indolent ; τὸ βραδὺ καὶ τὸ μέλλον THC habitudes de lenteur et de temporisation ; avec un inf. προνοῆσαι βραδύς THC lent à prévoir;
2 tardif;
Cp. βραδύτερος (poét. βαρδύτερος) ou βραδίων ; Sp. βραδύτατος (poét. βάρδιστος).
Étymologie: cf. skr. mrdus.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βραδύς βραδεῖα, βραδύ, comp. βραδύτερος, βραδίων, poët. βαρδύτερος; superl. βραδύτατος, βράδιστος, poët. βαρδίστος; traag
1. traag, langzaam:. ἵπποι βάρδιστοι θείειν (jouw) paarden zijn het traagst in het lopen Il. 23.310; ὡς ὁ... ποταμὸς βραδύτερος εἴη dat de rivier trager zou stromen Hdt. 1.185.6; βραδύς... λέγειν traag in het spreken Eur. HF 237.
2. traag van geest, sloom:. προνοῆσαι βραδεῖς traag van begrip Thuc. 3.38.6.
3. traag, laat:. ἐσμὲν ἤδη τῷ μακρῷ χρόνῳ βραδεῖς we zijn al een hele tijd te laat Soph. Tr. 599.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰδύς: βραδεῖα, βραδύ (compar. βραδύτερος - Theocr. βαρδύτερος - и βραδίων, superl. βραδύτατος - Arph. βράδιστος, эп. βάρδιστος)
1 медленный, медлительный, неторопливый (ἵπποι Hom.; λαγὼς ἕλειος Xen.; φορά Arst.; φθόγγοι Plat.);
2 плохо или медленно соображающий, непонятливый, туповатый (ἐπιλήσμων καὶ β. Arph.): προνοῆσαι β. τι Thuc. не умеющий предвидеть что-л.;
3 запоздалый: β. γενέσθαι Thuc. запоздать; σὺν χρονῳ βραδεῖ Soph. поздно.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: slow (Il.).
Other forms: Comp. βραδύτερος, -τατος, also βραδίων, βάρδιστος and βραδίστατος (Ael.); Seiler, Steigerungsformen 56f.
Derivatives: βραδυτής, -τῆτος slowness (Il.; on the accent Schwyzer 382), βράδος id. (X.; after τάχος). Denomin. βραδύνω retard (A.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [00] *gʷrd-u- slow
Etymology: Can be identical with Lith. gurdùs slow, Latv.. gur̃ds tired as *gʷr̥dús (Fraenkel, Phil. 97, 172; KZ 69, 76ff.). Walter KZ 11, 437 connects Lat. gurdus dolt, heavy; criticism by Fraenkel l.c.
Middle Liddell
I. slow, Hom., etc.:—c. inf., ἵπποι βάρδιστοι θείειν slowest at running, Il.; β. λέγειν Eur.:—adv., βραδέως χωρεῖν Thuc.
2. of the mind, like Lat. tardus, Il.; c. inf., προνοῆσαι βραδεῖς Thuc.; τὸ βραδύ slowness, Thuc.:—adv., βραδέως βουλεύεσθαι Thuc.
II. of time, tardy, late, Soph., Thuc.
English (Autenrieth)
English (Abbott-Smith)
βραδύς, βραδεῖα, βραδύ,
slow: εἰς τὸ λαλῆσαι, Ja 1:19; metaph., of the understanding: β. τ. καρδίᾳ, assoc. with ἀνόητος, Lk 24:25.†
English (Strong)
of uncertain affinity; slow; figuratively, dull: slow.
English (Thayer)
βραδεῖα, βραδύ, slow;
a. properly: εἰς τί, dull, inactive, in mind; stupid, slow to apprehend or believe (so Homer, Iliad 10,226; opposed to συνετός, Polybius 4,8, 7; τόν νοῦν, Dionysius Halicarnassus, de Art. oratt. 7 (de Lysias judic.); δυσμαθία βραδύτης ἐν μαθησει, Plato, defin., p. 415e.): with a dative of respect, τῇ καρδία, ἀργός, at the end.)
Greek Monolingual
-εία, -ύ (AM βραδύς, βραδεῖα, βραδύ)
αργός, μη ταχύς
αρχ.
1. (για τον νου) αργός, αργόστροφος
2. διστακτικός, αναποφάσιστος
3. το ουδ. ως ουσ. η βραδύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βραδύς ανήκει μορφολογικά στα επίθετα σε -ύς, πρβλ. βραδύς, ταχύς, ωκύς κ.ά. Εάν γίνει αποδεκτή η υπόθεση ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου, τότε η λ. ανάγεται σε ινδοευρ. gw rdu- και συνδέεται με λιθ. gurdus «βραδύς, αργός, νωθρός», λεττ. guřds «κουρασμένος, καταβεβλημένος» και ίσως λατ. gurdus «βλάκας, βραδύνους». Κατ' άλλους, η λ. βραδύς < μραδύς και συνάπτεται προς το ρ. αμέρδω «αφαιρώ από κάποιον κάτι που του ανήκει, στερώ, αποστερώ», υπόθεση που δεν στηρίζεται εύκολα από σημασιολογική άποψη. Βλ. και λ. βράδυ].
Greek Monotonic
βρᾰδύς: βραδεῖα, βραδύ, συγκρ. βραδύτερος, από μετάθ. βαρδύτερος, Επικ. βραδίων και βράσσων, υπερθ. βραδύτατος, επίσης και βράδιστος, από μετάθ. βάρδιστος,
I. 1. αργός, σε Όμηρ. κ.λπ.· με απαρ., ἵπποι βάρδιστοι θείειν, ίπποι πολύ αργοί στο τρέξιμο, σε Ομήρ. Ιλ.· βραδὺς λέγειν, σε Ευρ.· επίρρ., βραδέως χωρεῖν, σε Θουκ.
2. λέγεται για τη νόηση, το πνεύμα, όπως το Λατ. tardus, σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., προνοῆσαι βραδεῖς, σε Θουκ.· τὸ βραδύ, βραδύτητα, στον ίδ.· επίρρ., βραδέως βουλεύεσθαι, στον ίδ.·
II. λέγεται για το χρόνο, καθυστερημένος, αργοπορημένος, νωχελικός, αργός, σε Σοφ., Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδύς: βραδεῖα, βραδύ, συγκρ. βραδύτερος, Ἱππ. Προγν. 44· μεταθ. βραδύτερος Θεόκρ. 29. 30· ποιητ. βραδίων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 526· βράσσων (ἴδε ἐν λ.)· ὑπερθ. βραδύτατος, ὡσαύτως βράδιστος (μεταθ. βάρδιστος Ἰλ. Ψ. 310. 530), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 324. (Πρὸς √ ΒΡΑΔ, πρβλ. Σανσκρ. mridus (tener, lentus), Σλαυ. mlad ŭ (tener).) Βραδύς, ἀντίθετ. τῶ ταχὺς ἢ ὠκύς, Ὅμ., κτλ.: - μ. ἀπαρ., ἀλλά τοι ἵπποι βάρδιστοι θείειν, βραδύτατοι εἰς τὸ τρέχειν, Ἰλ. Ψ. 310· β. λέγειν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 237, κτλ.: - Ἐπίρρ., βραδέως χωρεῖν Θουκ. 5. 70· θεῖν Πλάτ. Πρωτ. 336Α. κτλ.· συγκρ. -ύτερον ὁ αὐτ. Θεαιτ. 190Α· ὑπερθ. –ύτατα ὁ αὐτ. Τιμ. 39Β. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, ὡς τὸ Λατ. tardus, βράσσων νόος Ἰλ. Κ. 226· ἐπιλήσμων καὶ βρ. Ἀριστοφ. Νεφ. 129· ἀντίθετον τῷ ἀγχίνους, Πλάτ. Φαίδρ. 239Α· μετ᾽ ἀπαρ., προνοῆσαι βραδεῖς Θουκ. 3. 38· τὸ βρ. καὶ μέλλον, ἡ βραδύτης καὶ τὸ ἀναποφάσιστον, ὁ αὐτ. 1. 84. - Ἐπίρρ., βραδέως βουλεύεσθαι αὐτόθι 78. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἀργός, Ἱππ. ὡς ἀνωτ., Σοφ. Τρ. 395, Θουκ. 7. 43· οὕτως ἐπὶ ὁδοιπορίας, βραδεῖαν… ὁδὸν πέμπων Σοφ. Αἴ. 738· ἐπίρρ., Πλάτ. Φαίδρ. 233C· ἓως βραδέως ἦν τῆς ἡμέρας Διογ. Λ. 2. 139.
Frisk Etymology German
βραδύς: {bradús}
Forms: Steigerungsformen βραδύτερος, -τατος, auch βραδίων und βάρδιστος, außerdem βραδίστατος (Ael.); s. Seiler Steigerungsformen 56f. m. Lit. Vgl. noch βράσσων s. βραχύς.
Meaning: langsam, träge (seit Il.).
Derivative: Ableitungen: βραδυτής, -τῆτος Langsamkeit (seit Il.; zur Endbetonung Schwyzer 382 m. Lit.), βράδος ib. (X., Epikur., nach dem Oppositum τάχος). Denominatives Verb βραδύνω zögern, verzögern (A., S., Pl. usw.) mit βραδυσμός (Sch.).
Etymology: Kann mit lit. gurdùs saumselig, langsam, lett. gur̃ds müde, matt als idg. *gu̯r̥dús identisch sein (Fraenkel Phil. 97, 172, KZ 69, 76ff.). Anders Bechtel Lex. (zu ἀμέρδω), noch anders Walter KZ 11, 437 u. a. (zu lat. gurdus stumpf). Kritik bei Fraenkel a. a. O., W.-Hofmann s. gurdus.
Page 1,262-263
Chinese
原文音譯:bradÚj 不拉低士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:遲延
字義溯源:緩慢*,遲鈍,慢,太遲鈍。這字可能是指身體行動上的緩慢,或指心理的遲鐵。主耶穌指責往以馬忤斯去的兩個門徒的心,信得太遲鈍了( 徒24:25)
同源字:1) (βραδύνω)耽延 2) (βραδυπλοέω)慢慢地航行 3) (βραδύς)緩慢 4) (βραδύτης)延緩
出現次數:總共(3);路(1);雅(2)
譯字彙編:
1) 慢慢(2) 雅1:19; 雅1:19;
2) 太遲鈍了(1) 路24:25
English (Woodhouse)
slow, behind the time, unenergetic
Lexicon Thucydideum
tardus, slow, tardy, 3.38.6, 6.34.4, [multi codd. many manuscripts βραχεῖά] 7.43.5, 8.96.5,
COMP. 4.8.1, 4.34.1,
tarditas, slowness, delay, 1.84.1.