ἐφέσπομαι
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1115] p. = ἐφέπομαι, Nonn. D. 16, 402 D. Per. 996.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφέσπομαι: μεταγεν. ποιητ. ἐνεστ. ἀντὶ τοῦ ἐφέπομαι, Νόνν.
[Seite 1115] p. = ἐφέπομαι, Nonn. D. 16, 402 D. Per. 996.
ἐφέσπομαι: μεταγεν. ποιητ. ἐνεστ. ἀντὶ τοῦ ἐφέπομαι, Νόνν.