θειόχρους

Revision as of 11:06, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

-ουν, contr. from θειόχροος.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οο (Α θειόχρους, -ουν, και -οος, -οον)
αυτός που έχει το χρώμα του θείου, του θειαφιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + -χρους (< χρως «χρώμα»), πρβλ. ά-χρους, μελανό-χρους].