σιτόχρους

Revision as of 11:07, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

-ουν,contr. for σιτόχροος.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ, και ως ασυναίρ. σιτόχροος, -οον, Α
αυτός που έχει το χρώμα του ώριμου σίτου, σιταρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -χρους / -χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. πυρό-χρους].