α, ον, = κιλλός.
[Seite 1438] dem Esel ähnlich, eselgrau, Poll. 7, 56 erkl. ὀνάγρινον χρῶμα.
κίλλιος, -ία, -ον (Α) κίλλοςαυτός που έχει το χρώμα του όνου, κιλλός («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα», Πολυδ.).