θυίω

Revision as of 16:50, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

English (LSJ)

A = θύω, to be inspired, subj. θυίωσι h.Merc.560. II = θύω (B), Hes.Th.131 (Pap.), v.l. in A.R.3.755, Nic.Th.129.

German (Pape)

[Seite 1222] = θύω, vom prophetischen Wahnsinn, H. h. Merc. 560. Bei Hesych. auch θυιωθείς, μανείς.

English (Slater)

θυίω = θύω,
   1 rage κασιγνήταν μένει θυίοισαν ἀμαιμακέτῳ (W. Schulze: θύοισαν codd.) (P. 3.33) ἁ Κοιογενὴς ὠδίνεσσι θυίοισ' ἀγχιτόκοις (W. Schulze: θύοις, θείαις codd. Strabonis) fr. 33d. 4.

Greek Monolingual

θυίω (Α)
1. είμαι εμπνευσμένος
2. μαίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. του θύω (ΙΙ)].

Middle Liddell

θυΐω, = θύω,]
to be inspired, Hhymn.