μελισμάτιον

Revision as of 16:55, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

English (LSJ)

τό, Dim. of foreg., v.l. in AP11.168 (Antiphan.).

German (Pape)

[Seite 123] τό, dim. zum Vorigen, f. L. bei Antiphan. 4 (XI, 168).

Greek (Liddell-Scott)

μελισμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μέλισμα, Ἀνθ. Π. 11. 168.

Greek Monolingual

μελισμάτιον, τὸ (Α) μέλισμα
υποκορ. του μέλισμα.

Greek Monotonic

μελισμάτιον: τό, υποκορ. του μέλισμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελισμάτιον: τό песенка Anth.

Middle Liddell

μελισμάτιον, ου, τό, [Dim. of μέλισμα, Anth.]