κασάλβιον
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1333] τό, Hurenhaus, = πορνεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰσάλβιον: τό, διάφ. γραφ. (μνημονευομένη ὑπὸ τοῦ Σχολ.) ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1285, ἀντὶ κασαύριον.
Greek Monolingual
κασάλβιον, τὸ (Α)
δ. γρφ
του κασαύριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασαλβάς, + επίθημα -ιον].