ἀπαναχωρέω
English (LSJ)
A pass away, Olymp.in Grg.p.367 J.; v.l. for ἐπ-, J. BJ2.21.5:—Subst. ἀπαναχώρ-ησις, εως, ἡ, v.l. for ἐπ-, D.S.25.6.
German (Pape)
[Seite 278] weg- u. zurückgehen, Aristid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαναχωρέω: ἐπιτεταμένον, ἀντὶ τοῦ ἀναχωρέω, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 222, 228· μετὰ γεν., Θεοφύλ. Σιμοκ. Ἐπιστ. 79· καὶ ἀπαναχώρησις, εως, ἡ, Διόδ. 25. 5· ἐκτὸς ἐὰν ἁπανταχοῦ πρέπῃ νὰ διορθωθῇ ἐπαναχωρέω.
Spanish (DGE)
marcharseop. μένειν Olymp.in Grg.32.4, 33.3
•c. gen. μετὰ τὸ ἀ[παναχω] ρῆσαί σε ἐμοῦ PGiss.72.4 (II d.C.)
•c. prep. πρὸς τοὺς Γαλάτας D.C.Epit.9.9.8.