σκοτόδειπνος

Revision as of 17:53, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

ον, A eating in the dark, Hsch. s.v. ζοφοδερκίας.

German (Pape)

[Seite 905] im Dunkeln essend, VLL., Erkl. von ζοφοδορπίας.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτόδειπνος: -ον, ὁ ἐσθίων ἐν τῷ σκότει, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ζοφοδερκέας.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τρώει στο σκοτάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -δείπνος (< δεῖπνον / δεῖπνος), πρβλ. δωρό-δειπνος].