χρίστης

Revision as of 18:01, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

English (LSJ)

ου, ὁ, A white-washer, Hsch. s.v. κονιαταί. II stucco-maker, Steph.in Hp.2.397 D.

German (Pape)

[Seite 1377] ὁ, der Anstreicher, Färber, Tüncher, Weißer.

Greek (Liddell-Scott)

χρίστης: -ου, ὁ, ὁ ἐπιχρίων δι’ ἀσβέστου, ἀσπριστής, Ἡσύχ. ἐν λ. κονιαταί.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. αμμοκονιαστής, σοβατζής («οἰκοδόμους χιλίους καὶ χρίστας διακόσιους», Θεοφάν.)
2. κατασκευαστής γυψομαρμάρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρῑσ- του χρίω «αλείφω» (πρβλ. αόρ. -χρισ-α) + κατάλ. -της].