ὑποδηματοποιός

Revision as of 19:27, 2 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Gloss" to "Gloss")

English (LSJ)

ὁ, A sandalmaker, Gloss., prob. in IG22.1576.37.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδηματοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ὑποδήματα, Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 317.

Greek Monolingual

ο / ὑποδηματοποιός, ΝΑ
κατασκευαστής υποδημάτων, παπουτσής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδημα, υποδήματος + -ποιός].