πεδαίρω

Revision as of 18:20, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")

English (LSJ)

Aeol. or Dor. for μεταίρω (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

πεδαίρω: Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μεταίρω, Εὐρ. Φοίν. 1027, κτλ.

Greek Monolingual

Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. μεταίρω.

Greek Monotonic

πεδαίρω: Αιολ. ή Δωρ. αντί μετ-αίρω.

Russian (Dvoretsky)

πεδαίρω: эол. = μεταίρω.