Dor.aor. 1 inf. Act. of κλεΐζω, κλῄζω (A) (q.v.).
κλεΐξαι: Δωρ. ἀπαρ. ἀορ. α΄ ἐνεργ. τοῦ κλεΐζω, κλῄζω (ὃ ἴδε).
κλεΐξαι: Δωρ. αντί κλῇσαι, απαρ. αορ. αʹ του κλῄζω.