κλῄζω
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
(A), Ar.Th.117 (lyr.), etc.; Ion. κληΐζω Hp.Art.42, Dor. κλεΐζω v.l. in Pi.O.1.110, cf. Eust.1497.50: impf.
A ἔκλειζον Epigr.Gr. 254 (Cyprus, iv/iii B.C.): fut. κληΐσω Fr.Lyr. ap. Aristid.Or.50(26).31, κλῄσω h.Hom.31.18, A.R.3.993, Dor. κλεΐξω Pi.l.c.: aor. ἔκλῃσα E.IA 1522, Ar.Av.905 (lyr., κλεῖσον cod. R), 950, 1745, Nic.Fr.86 (ἔκλησε codd. Ath.), ἔκλεισα IG14.2258 (Etruria):—Pass., κληΐζομαι A.R.4.1153, Ti.Locr.1ood, Epigr.Gr.946 (Tralles), κλῄζομαι S.OT733, X.Cyr.1.2.1, etc., κλεΐζομαι Man.6.571: pf. κεκλήϊσμαι, ἐκλήϊσμαι, A.R. 4.618, 990: plpf. ἐκλήϊστο ib.267, 1202:—make famous, celebrate in song, h.Hom.l.c., Pi. l.c.; κλῄσωμεν Ἄρτεμιν E.IA1522 (lyr.); κλῇσον, ὦ χρυσόθρονε, τὰν τρομεράν Ar.Av.950 (mock lyr.), cf. 1745; παλαὶ δὴ τήνδ' ἐγὼ κλῄζω πόλιν ib.921:—Pass., τὰν Ἀργὼ τὰν διὰ σοῦ στόματος ἀεὶ -ομέναν E.Hyps.Fr.3(1) ii 20 (lyr.).
2 mention, speak of, in Pass., πότερα γὰρ αὐτοῦ ζῶντος ἢ τεθνηκότος φάτις… ἐκλῄζετο; A. Ag.631; οἷα κλῄζεται as are said, E.Hel.721; ἀφανὴς (sc. ὢν) κλῄζεται ib.126; θανὼν κλῄζεται he is reported to be dead, ib.132; κλῄζομαι ὡς προδοῦς' ib.927.
3 applaud, praise, Hp.Art.42.
4 invoke, PMag.Par.1.271, al.
5 summon, δίκῃ ἀνεμωλίῳ ἐκλήϊσσαν… σὸν θεράποντα Maiist.38.
II call, σὲ νῦν μὲν ἥδε γῆ σωτῆρα κλῄζει S. OT48:—Pass., Φωκὶς μὲν ἡ γῆ κλῄζεται ib.733; ἔνθα κλῄζεται οὑμὸς Κιθαιρών where is the hill called my Cithaeron, ib.1452, cf. E.Hyps. Fr.3(1) iv 26; παῖς κ. Μενοικέως Id.Ph.10; πατρὸς Ἀθηνίωνος κ. IG 9(1).880.3 (Corc.), cf. 12(3).1190.7 (Melos): less freq. in Prose, οἱ Περσεῖδαι ἀπὸ Περσέως κλῄζονται X.Cyr.1.2.1, cf. Pl.Ax.371b, App. BC1.1; etym. of Κλειώ, Corn.ND14. (κλε(ϝ)ίζω (fr. κλέος) 'celebrate' and κληΐζω (fr. καλέω) 'call' were confused by the Greeks.)(B), late form for κλείω (A), κλῄω, shut, Hymn.Is.159:—Pass., AP9.62 (Even.).
German (Pape)
[Seite 1447] = κλείω, κλέω, rühm en; fut. κλεΐξειν, Pind. Ol. 1, 110, Hsn. 6, 571; altatt. κλῄζω; φάτις ἐκλῄζετο Aesch. Ag. 617; θανὼν δὲ κλῄζεται καθ' Ἑλλάδα Eur. Hel. 132; Φωκὶς μὲν ἡ γῆ κλῃζεται, sie wird so genannt (vgl. εὔχομαι), Soph. O. R. 726; σὲ νῦν μὲν ἥδε γῆ σωτῆρα κλῄζει 48, vgl. 1438; oft Eur.; einzeln auch in Prosa, Tim. Locr. 100 d; ὃ κλῄζεται πεδίον ἀληθείας Plat. Ax. 371 b; οἱ Περσεῖδαι ἀπὸ Περσέως κληΐζονται Xen. Cyr. 1, 2, 1; dazu fut. κλῄσω, H. h. 31, 18, τὴν Διὸς κόραν κλῄσωμεν Ἄρτεμιν Eur. I. A. 1521; κλῇσον τὴν πόλιν Ar. Av. 950; κεκλῃσμένος Eur. Ion 286, v.l. κεκλημένος.
French (Bailly abrégé)
contr. de l'ion. κληΐζω;
impf. ἔκλῃζον, f. κλῄσω, ao. ἔκλῃσα, pf. inus.
Pass. seul. prés. κλῄζομαι et impf. ἐκλῃζόμην;
1 vanter, célébrer;
2 mentionner, parler de ; faire connaître, annoncer;
3 nommer, appeler : τινα σωτῆρα SOPH appeler qqn sauveur ; Pass. être appelé, être nommé : ἀπό τινος XÉN du nom de qqn, d'après le nom de qqn.
Étymologie: DELG κλέος.
2fermer.
Étymologie: postér. p. κλείω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλῄζω [κλέος] Ion. κληΐζω, Dor. κλεΐζω, med. κλῄζομαι, κληΐζομαι, κλεΐζομαι; aor. ἔκλῃσα, Ion. ἐκλήισσα, zelden ἔκλεισα; perf. med.-pass. κεκλήϊσμαι en ἐκλήϊσμαι; fut. κλῄσω en κληΐσω, Dor. κλεΐξω verheerlijken, prijzen, de roem verspreiden van, met acc.:; κλῄσωμεν Ἄρτεμιν laten wij Artemis in gezang verheerlijken Eur. IA 1522; pass., pers. constr. in NcP er wordt verteld dat:. θανὼν δὲ κλῄζεται καθ ' Ἑλλάδα er wordt in Griekenland verteld dat hij dood is Eur. Hel. 132. noemen:. σὲ... ἥδε γῆ σωτῆρα κλῄζει dit land noemt u zijn redder Soph. OT 48; Περσεῖδαι ἀπὸ Περσέως κλῄζονται de Persiden zijn vernoemd naar Perseus Xen. Cyr. 1.2.1.
κλῄζω [κλείς] Dor. fut. κλᾳξῶ, sluiten; voor Attische vormen zie 1. κλείω.
Russian (Dvoretsky)
κλῄζω: ион. κληΐζω (fut. κλῄσω - дор. κλεΐξω)
1 славить, прославлять, восхвалять (Ἄρτεμιν Eur.; τήνδε πόλιν Arph.; Ἴλιος εὐπύργοις τείχεσι κλῃζομένη Anth.);
2 упоминать, рассказывать, называть (πότερα γὰρ αὐτοῦ ζῶντος ἢ τεθνηκότος φάτις ἐκλῄζετο; Aesch.): οὐκ᾽ ἔδρασας οἷα κλῄζεται Eur. ты не совершила ничего (такого), в чем тебя винят (досл. о чем говорится); θανὼν κλῄζεται Eur. говорят, что (Менелай) мертв;
3 звать, называть, именовать (Φωκὶς ἡ γῆ κλῄζεται Soph.): σὲ νῦν ἥδε γῆ σωτῆρα κλῄζει Soph. тебя ныне этот край называет спасителем.
Greek (Liddell-Scott)
κλῄζω: Ἰων. κληίζω· μέλλ. κληίσω Ἀριστείδ., κλῄσω Ὁμ. Ὕμν. 31. 18, Ἀπολ. Ρόδ.· Δωρ. κλεΐξω Πινδ. Ο. 1. 176· ἀόρ. ἔκλῃσα Εὐρ., Ἀριστοφ.· Δωρ. (εὐ)κλεΐξαι Πινδ. Π. 9. 161· ― Παθ., κληίζομαι Τίμ. Λοκρ. 100D· κλῄζομαι, Τραγ. πρκμ. κεκλήισμαι, ἐκλήισμαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 618, 990· κέκλῃσμαι Εὐρ. Ἴων 294· (κλέω Α). Κάμνω τινα περίφημον, φημίζω, ἐγκωμιάζω, ἐν ᾠδαῖς, ἐπαινῶ, ἐξαίρω, Ὁμ. Ὕμν. 31. 18, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· κλῄσωμεν Ἄρτεμιν Εὐρ. Ι. Α. 1522· Νεφελοκοκκυγίαν... κλῇσον, ὦ Μοῦσα Ἀριστοφ. Ὄρν. 950 (παρῳδ. λυρ.), πρβλ. 950, 1745· πάλαι δὴ τήνδ’ ἐγὼ κλῄζω πόλιν αὐτόθι 921. 2) ἀναφέρω, ὁμιλῶ περί τινος, ταῦτα κληίζουσιν Ἱππ. 808Β. ― Παθ., πότερα γὰρ αὐτοῦ ζῶντος ἢ τεθνηκότος φάτις... ἐκλῄζετο; Αἰσχύλ. Ἀγ. 631· οἷα κλῄζεται, ὡς λέγονται, Εὐρ. Ἑλ. 721· ἀφανὴς (δηλ. ὢν) κλῄζεται αὐτόθι 126· θανὼν κλῄζεται, ἀγγέλλεται ὅτι εἶναι νεκρός, αὐτόθι 132, πρβλ. 927. ΙΙ. καλῶ, ὀνομάζω, σὲ νῦν μὲν ἥδε γῆ σωτῆρα κλῄζει Σοφ. Ο. Τ. 48. ― Παθ., Φωκὶς μὲν ἡ γῆ κλῄζεται αὐτόθι 733· ἔνθα κλῄζεται οὑμὸς Κιθαιρών, ἔνθα εἶναι τὸ ὄρος ὃ καλεῖται ὁ ἐμὸς Κιθαιρών, αὐτόθι (πρβλ. καλέω ΙΙ. 3, α, κικλήσκω ΙΙΙ)· παῖς κλ. Μενοικέως 1452 Εὐρ. Φοίν. 10· πατρὸς Ἀθηνίωνος κλ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 185. 3, πρβλ. 189. 7· οὕτω παρὰ πεζολόγοις, ἂν καὶ σπανίως, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 1, Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Β, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 1.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
κλῄζω (AM, Μ και Α ιων. τ. κληΐζω, Μ και Α δωρ. τ. κλεΐζω)
καλώ, ονομάζω (α. «σὲ νῦν μὲν ἥδε γῆ σωτῆρα κλῄζει», Σοφ.
β. «οἱ δὲ Περσεῖδαι ἀπὸ Περσέως κλῄζονται», Ξεν.)
αρχ.
1. κάνω κάποιον διάσημο, φημίζω, δοξάζω, εγκωμιάζω με ύμνους («κλῆσον, ὦ χρυσόθρονε, τὰν τρομεράν», Αριστοφ.)
2. μιλώ για κάποιον ή για κάτι, αναφέρω («πότερα γὰρ αὐτοῦ ζῶνος ἤ τεθνηκότος φάτις... ἐκλήζετο» — ανέφερε η φήμη, Αισχύλ.)
3. επικροτώ, επιδοκιμάζω
4. πάπ. επικαλούμαι
5. διατάζω, προστάζω
6. φρ. α) «θανὼν κλῄζεται» — αγγέλλεται ότι είναι νεκρός (Ευρ.)
β) «οἷα κλήζεται» — καθώς λέγονται (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. της λ. κλέος. Ο πιο εύχρηστος τ. είναι το κλῄζω, του οποίου το -η- μπορεί να οφείλεται σε επίδραση του καλῶ, που διαφαίνεται και στη σημ. «καλώ, ονομάζω». Ο σπανιότερος τ. κλεΐζω < κλεFεσ-ίζω].
(II)
κλήζω (Α)
βλ. κλείνω.
Greek Monotonic
κλῄζω: Ιων. κληΐζω· μέλ. κλῄσω, Δωρ. κλεΐξω· αόρ. αʹ ἔκλῃσα, Δωρ. εὐκλεΐξαι — Παθ., παρακ. κέκλῃσμαι· (κλέω)·
I. κάνω διάσημο, επαινώ σε ύμνο, εξαίρω, εγκωμιάζω, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ., Ευρ. — Παθ., αποκαλούμαι, συζητιέμαι, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. ονομάζω, αποκαλώ, σε Σοφ. — Παθ., ἔνθα κλῄζεται οὗμος Κιθαιρών, όπου υπάρχει ο δικός μου Κιθαιρώνας, στον ίδ.· πρβλ. κικλήσκω μίη κλῄζω, στους μεταγεν. συγγραφείς αντί κλείω, κλῄω, κλείνω.
• κλῄζω: στους μεταγεν. συγγραφείς αντί κλείω, κλῄω, κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω.
Middle Liddell
1 κλέω
I. to make famous, to celebrate in song, laud, Hhymn., Pind., Eur.:—Pass. to be spoken of, talked of, Aesch., Eur.
II. to name, call, Soph.:— Pass., ἔνθα κληίζεται οὑμός Κιθαιρών where is Cithaeron called mine, Soph.; cf. κικλήσκω fin.
2
in late writers for κλείω, κλῄω, to shut.
Mantoulidis Etymological
(=φημίζω, ἐγκωμιάζω). Ἀπό τό κλέος πού παράγεται ἀπό τό ποιητ. κλέω καί κλείω (=δοξάζω). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη κλέος.
Léxico de magia
invocar a un dios βάλε ὕδωρ, ἐὰν μὲν τοὺς ἐπουρανίους θεοὺς κλῄζῃ, ζήνιον, ἐὰν δὲ τοὺς ἐπιγείους, θαλάσσιον si vas a invocar a los dioses del cielo, vierte agua de lluvia, si a los de la tierra, agua de mar P IV 225 a la divinidad suprema σέ, τὸν ἕνα καὶ μάκαρα τῶν Αἰώνων πατέρα τε κόσμου, κοσμικαῖς κλῄζω λιταῖς a ti, el único y bienaventurado entre los Eones y padre del cosmos, invoco con súplicas cósmicas P IV 1170 a Tifón σὲ τὸν ἐπ' εὐκταίων Μοιρῶν βασίλειον ἔχοντα κλῄζω a ti te invoco, que tienes el poder sobre las invocadas Moiras P IV 271 a Helios κλῦθι, μάκαρ, κλῄζω σε, τὸν οὐρανοῦ ἡγεμονῆα καὶ γαίης escucha, bienaventurado, te invoco a ti, que diriges el cielo y la tierra P I 315 P IV 442 P IV 1963 χρυσοκόμην κλῄζω θεὸν ἀθάνατον, κάνθαρε te invoco a ti, el dios de la cabellera de oro, inmortal, escarabajo P III 207 σὲ κλῄζω, πύρινον Διὸς ἄγγελον, θεῖον Ἰάω a ti te invoco, ángel de fuego de Zeus, divino Iao P III 211 a otros dioses y seres indefinidos σε, μέγιστε, αἰθέριε, κλῄζω a ti, el más grande, etéreo, te invoco P III 214 ἐπεὶ σε κρυπτοῖς τοῖσδε συμβόλοις κλῄζω pues te invoco con símbolos ocultos SM 42 25 su nombre κλῄζω δ' οὔνομα σὸν Μοίραις αὐταῖς ἰσάριθμον invoco tu nombre, igual en número a las propias Moiras P I 325 P IV 455 P IV 1984
Translations
praise
Aghwan: 𐔰𐕔𐕙𐔴; Albanian: lëvdoj, lavdëroj, mburr; Arabic: مَدَحَ, أَثْنَى, أَطْرَى, حَمِدَ; Egyptian Arabic: حمد, مدح, شكر في; Moroccan Arabic: حمد, مدح, شكر, شكر في; Armenian: գովել; Aromanian: alavdu; Assamese: গুণ গা, বখান, প্ৰসংশা কৰ; Azerbaijani: öymək, tərifləmək; Bashkir: маҡтау; Belarusian: хвалі́ць; Breton: meuliñ; Bulgarian: хваля; Catalan: lloar; Chinese Cantonese: 讚/赞, 讚美/赞美; Mandarin: 讚揚/赞扬, 稱讚/称赞, 表揚/表扬, 誇獎/夸奖, 讚美/赞美; Cornish: gormel, praysya; Czech: chválit; Danish: rose; Dutch: loven, prijzen, eren; Esperanto: laŭdi; Estonian: ülistama; Faroese: rósa; Finnish: ylistää, kehua, palvoa; French: louer, féliciter, prôner, vénérer; Friulian: laudâ; Galician: loar, gabar; German: loben, preisen; Gothic: 𐌷𐌰𐌶𐌾𐌰𐌽; Greek: επαινώ, εγκωμιάζω; Ancient Greek: ᾄδειν, ᾄδω, ἀείδω, ἀείρω, ἀέρρω, αἰνέω, αἰνῶ, αἴρω, δοξοποιέω, δοξοποιῶ, ἐγκωμιάζω, ἐπαινετέω, ἐπαινέω, ἐπαίνημι, ἐπαινίω, ἐπαινῶ, εὖ λέγω, εὐκλεΐζω, εὐλογέω, ζαλόω, ζαλῶ, ζηλεύω, ζηλόω, ζηλῶ, κλεΐζω, κλῄζω, κληΐζω, μακαρίζω, προσπαίζω, ὑμνείω, ὑμνέω, ὑμνῶ; Hebrew: שיבח \ שִׁבֵּחַ; Hindi: तारीफ़ करना; Hungarian: dicsér, méltat, dicsőít; Icelandic: hrósa; Ido: laudar; Irish: mol, cuach; Old Irish: molaidir; Italian: lodare, elogiare; Japanese: 褒める, 称える, 讃える, 賞賛する; Korean: 칭찬하다; Kurdish Northern Kurdish: pesinandin, pesn dan, meth kirin; Ladino: loar; Latin: laudo; Latvian: slavēt; Lithuanian: gìrti, pagìrti; Lombard: lodà; Macedonian: фали; Malay: memuji; Malayalam: പ്രശംസിക്കുക, വാഴ്തുക, പുകഴ്തുക; Mansaka: bantog; Manx: moyl; Maore Comorian: usifu; Mirandese: agabar; Ngazidja Comorian: uhimiɗia; Norwegian: rose; Occitan: lausar; Old Church Slavonic Cyrillic: хвалити; Old English: herian; Old Norse: hrósa; Persian: ستودن, تعریف کردن; Polish: chwalić, pochwalić; Portuguese: louvar, enaltecer, elogiar; Punjabi: ਵਡਿਆਉਣਾ; Romanian: lăuda, slăvi, proslăvi; Romansch: ludar, luder, lodar; Russian: хвалить, похвалить, восхвалять, превозносить; Sami Kildin Sami: кыҋҋтэ; Sanskrit: ईडयति, स्तौति; Sardinian: alabai, alabare; Scottish Gaelic: mol, luaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалити; Roman: hvaliti; Slovak: chváliť, pochváliť; Slovene: hvaliti; Spanish: alabar, elogiar, ensalzar, enaltecer, loar; Swahili: shangilia; Swedish: berömma; Tajik: таъриф кардан, сутудан; Telugu: పొగడు, భజించు, మెచ్చుకొను; Thai: ยกย่อง, สรรเสริญ; Tocharian A: päl-; Tocharian B: päl-; Turkish: övmek, methetmek; Ukrainian: хвалити; Urdu: تعریف کرنا; Vietnamese: khen ngợi; Welsh: canmol, clodfori, moli, moliannu; Yiddish: לויבן; Zulu: -bonga, -dumisa; ǃXóõ: da̰ã