φθύζω

Revision as of 18:25, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")

English (LSJ)

only in compd. ἐπιφθύζω (q.v.). φιν, σφιν, A v. σφεῖς.

German (Pape)

[Seite 1273] s. ἐπιφθύζω.

Greek (Liddell-Scott)

φθύζω: ἴδε ἐν λέξ. ἐπιφθύζω.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) τ. που απαντά μόνον ως β' συνθετικό σε διάφορα ρήματα, όπως λ.χ. στη λ. ἐπιφθύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φτύνω].