inf. and ἔλσας, aor. 1 part. of εἴλω (q.v.).
[Seite 803] ἔλσας, aor. zu εἰλέω.
ἔλσαι: ἀπαρ., ἔλσας, μετοχ. τοῦ αὀρ. α΄ τοῦ εἴλω (ὃ ἴδε).
inf. ao. de εἴλω.
see εἴλω.
v. εἴλω.
ἔλσαι: απαρ. αορ. αʹ του εἴλω· ἔλσας, μτχ.