ἐκκαρυκεύω

Revision as of 18:35, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")

English (LSJ)

A make into καρύκη (q.v.), in Pass., Hsch., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκαρυκεύω: ὀψοποιῶ, «ἐξεκαρυκεύθη· ὠψοποιήθη καὶ συνεκόπη· καρύκη γὰρ ἔδεσμα ἐκ πολλῶν συγκείμενον» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

gastron. aderezar con salsa de picadillo prob. en sent. fig. machacar, hacer picadillo en v. pas. ἐξεκαρυκεύθη· ὠψοποιήθη καὶ συνεκόπη Hsch., cf. Sud.ε 1603, Phot.ε 1143.

Greek Monolingual

ἐκκαρυκεύω (Α)
παρασκευάζω φαγητό με καρύκευμα.