παλιγκρισία

Revision as of 15:44, 11 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, A revision of a κρίσις 11.1, Jul.Laod.in Cat.Cod. Astr.5(1).191 (prob.).

Greek Monolingual

παλιγκρισία, ἡ (Α)
αναθεώρηση δικαστικής απόφασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κρίσις + κατάλ. -ία].