[ῑ], τό, = κρίβανος, Pherecr.169.
κρίβᾰνον: ῑ, τό, = τῷ ἑπομ., Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 80.
κρίβανον, τὸ (Α)βλ. κλίβανον.