γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
κλίβανον και κρίβανον, τὸ (Α)1. κλίβανος2. θώρακας φολιδωτός, διακοσμημένος με μεταλλικά πλακίδια.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κλίβανος / κρίβανος (ὁ), με αλλαγή γένους].