κόρνοψ

Revision as of 08:50, 14 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")

English (LSJ)

οπος, ὁ, a kind of A locust, like πάρνοψ, Str.13.1.64 (but κορνώπιδες = κώνωπες, Hsch.):—hence Κορνοπίων, ωνος, ὁ, Locust-scarer, title of Heracles at Oeta, Str.l.c.

German (Pape)

[Seite 1487] od. κόρνωψ, οπος, ὁ, bei den Oetäern = πάρνωψ, eine Heuschreckenart, Strab. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

κόρνοψ: -οπος, ὁ, εἶδος ἀκρίδος, ὡς τὸ πάρνοψ, Στράβ. 613· ― ὁ Ἡρακλῆς ἐκαλεῖτο Κορνοπίων, ὁ τὰς ἀκρίδας τρομάζων, φυγαδεύων, αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ) :
sorte de sauterelle, insecte.
Étymologie: DELG v. πάρνοψ.

Greek Monolingual

κόρνοψ, -οπος, ὁ (Α)
είδος ακρίδας, ο πάρνοψ («ἀπὸ τῶν παρνόπων, οὓς οἱ Οἰταῖοι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τών πόρνοψ, πάρνοψ].

Frisk Etymological English

-οπος
Grammatical information: m.
Meaning: locust
See also: s. πάρνοψ.

Frisk Etymology German

κόρνοψ: -οπος
{kórnops}
Grammar: m.
Meaning: Heuschrecke
See also: s. πάρνοψ.
Page 1,923