ὀπωριαῖος

Revision as of 08:50, 14 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")

English (LSJ)

α, ον, A autumnal, τὰ ὀ., = ὀπώρα 11, fruit, Thphr.Ign.41.

German (Pape)

[Seite 364] zur ὀπώρα gehörig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπωριαῖος: -α, -ον, φθινοπωρινός, τὰ ὀπωριαῖα, = ὀπώρα ΙΙ, καρπός, Θεοφρ. π. Πυρ. 41.

Greek Monolingual

ὀπωριαῖος, -αία, -ον (Α)
1. φθινοπωρινός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀπωριαῑα
τα φρούτα, τα οπωρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ωρ-ιαίος)].