ἀσίδα

Revision as of 19:53, 23 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "[hudot ]" to "ḥ")

English (LSJ)

ἡ, = Hebr. A ḥasidhah, stork, LXX Jb.39.13, Je.8.7: cf. ἄσιδον· ἐρωδιόν, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσίδα: ἡ, = πελαργός, κοιν. «λελέκι», κατ’ ἄλλους ἐρωδιός, Ἑβδ. (Ἱερ. η΄, 7).

Spanish (DGE)


transcr. del n. hebr. ḫasīdhāh, cigüeña LXX Ib.39.13, Ie.8.7, cf. ἀσίδα· ἐρῳδιόν Hsch.

Greek Monolingual

ἀσίδα, η (Α)
ο πελαργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνειο σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. hasidhgah)].