πύσσαχος

Revision as of 18:07, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

English (LSJ)

ὁ, A muzzle put on calves' noses to prevent their sucking, Hsch.; also πύσσᾰκος, cj. in Lyr.Adesp.46A.

German (Pape)

[Seite 826] ὁ, ein krummes Holz, eine Art Knebel, welches um die Nase der Kälber herumgelegt wurde, um sie vom Saugen abzuhalten, Hesych.; bei Hephaest. steht auch πύσσαλος, wahrscheinlich eins mit πάσσαλος.

Greek (Liddell-Scott)

πύσσᾰχος: ὁ, «ξύλον καμπύλου τοῖς μόσχοις περὶ τοὺς μυκτῆρας τιθέμενον (ὃ) κωλύει θηλάζειν» Ἡσύχ., τὸ τοῦ Οὐεργιλίου capistrum.

Greek Monolingual

και πύσσακος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ξύλον καμπύλον, τοῖς μόσχοις περὶ τοὺς μυκτῆρας τιθέμενον, ὅ κωλύει θηλάζειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].