ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
P. κημός, ὁ (Xen.).
P. κημοῦν (Xen.), Ar. φιμοῦν. Met., P. στόμα (τινός), συρράπτειν, V. γλῶσσάν τινος ἐγκλῄειν; see curb, gag.