λάβιον

Revision as of 18:15, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

English (LSJ)

τό, Dim. of A λαβή 1, haft, Str.12.2.10.

German (Pape)

[Seite 1] τό, dim. von λαβή, τὰ λάβια τοῖς μαχαιρίοις κατασκευάζω, Strab. XII, 540, Schwertgriff.

Greek (Liddell-Scott)

λάβιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λαβή, «χεροῦλι», Στράβ. 540.

Greek Monolingual

λάβιον, τὸ (Α) λαβή
μικρή λαβή, χερούλι («ἐξ ὧν τὰ λάβια τοῖς μαχαιρίοις κατεσκεύαζον», Στράβ.).