λάβιον
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
τό, Dim. of λαβή 1, haft, Str.12.2.10.
German (Pape)
[Seite 1] τό, dim. von λαβή, τὰ λάβια τοῖς μαχαιρίοις κατασκευάζω, Strab. XII, 540, Schwertgriff.
Greek (Liddell-Scott)
λάβιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λαβή, «χεροῦλι», Στράβ. 540.
Greek Monolingual
λάβιον, τὸ (Α) λαβή
μικρή λαβή, χερούλι («ἐξ ὧν τὰ λάβια τοῖς μαχαιρίοις κατεσκεύαζον», Στράβ.).