επεισηγούμαι
Greek Monolingual
ἐπεισηγοῡμαι, -έομαι (Α) εισηγούμαι
εισηγούμαι, διδάσκω κάποιον κάτι («τὴν τῶν ἱστίων χρείαν τοῖς ναυτικοῑς ἐπεισηγήσασθαι», Διόδ.).
ἐπεισηγοῡμαι, -έομαι (Α) εισηγούμαι
εισηγούμαι, διδάσκω κάποιον κάτι («τὴν τῶν ἱστίων χρείαν τοῖς ναυτικοῑς ἐπεισηγήσασθαι», Διόδ.).