χενόσιρις

Revision as of 18:50, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

English (LSJ)

ὁ, Egyptian name of A ivy, Plu.2.365e.

Greek (Liddell-Scott)

χενόσιρις: ὁ, Αἰγύπτιον ὄνομα τοῦ κισσοῦ, «καὶ παρ’ Αἰγυπτίοις λέγεται χενόσιρις ὁ κιττὸς ὀνομάζεσθαι, σημαίνοντος τοῦ ὀνόματος, ὥς φασι, φυτὸν Ὀσίριδος» Πλούτ. 2. 365Ε.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
n. égypt. du lierre.
Étymologie: DELG h3n-isr « plante d’Osiris ».

Greek Monolingual

-ίριδος, ὁ, Α
αιγυπτιακή ονομασία του κισσού («καὶ παρ' Αἰγυπτίοις λέγεται χενόσιρις ὁ κιττὸς ὀνομάζεσθαι, σημαίνοντος τοῦ ὀνόματος, ὥς φασι, φυτὸν Ὀσίριδος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτιακό h'-n-ỉsr «φυτό του Οσίριδος»].

Russian (Dvoretsky)

χενόσιρις: ὁ (егип.) плющ Plut.