ὀχθᾶσθαι

Revision as of 18:59, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

English (LSJ)

ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν, Hsch.

Greek Monolingual

ὀχθᾱσθαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς μετεωρίζουσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Έχει προταθεί η διόρθ. του τ. σε ὀχθεῖσθαι].