αδιήγητος

Revision as of 16:24, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιήγητος, -ον) διηγοῦμαι
1. αυτός που δεν τον διηγήθηκε ή δεν τον περιέγραψε κάποιος
2. που δεν μπορεί να τον διηγηθεί ή να τον περιγράψει κανείς, απερίγραπτος, ανείπωτος, ανεκδιήγητος.