οὐσιῶ, -όω (Α) ουσία1. δίνω υπόσταση, δημιουργώ2. παθ. οὐσιοῦμαι, -όομαιυπάρχω ή έχω ουσία («φωνὴ οὐδεμία οὐσίωται, εὐτυχεῑν δὲ καὶ δυστυχεῑν οὐσίαις τισὶν ἐπιλέγεται», Ευστ.).