επικινώ

Revision as of 16:40, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Greek Monolingual

ἐπικινῶ, -έω (Α) κινώ
1. κινώ κάτι προς μια κατεύθυνση («ἡ δὲ ὀσφὺς ἡμῑν ὑγρῶς ἐπικινεῑται», Λουκιαν.)
2. μέσ. ἐπικινοῦμαι, -έομαι
χειρονομώ, κάνω κινήσεις
3. μέσ. μτφ. συγκινούμαι («ὅσοι ποτέ ἐπεκινοῡντο ἐπὶ τῷ ῥήματι Κυρίου», ΠΔ).