ἐπικινῶ, -έω (Α) κινώ1. κινώ κάτι προς μια κατεύθυνση («ἡ δὲ ὀσφὺς ἡμῑν ὑγρῶς ἐπικινεῑται», Λουκιαν.)2. μέσ. ἐπικινοῦμαι, -έομαιχειρονομώ, κάνω κινήσεις3. μέσ. μτφ. συγκινούμαι («ὅσοι ποτέ ἐπεκινοῡντο ἐπὶ τῷ ῥήματι Κυρίου», ΠΔ).