κατεύθυνση
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. η φορά, η διεύθυνση προς την οποία κινείται κάτι, το σημείο προς το οποίο κατευθύνουμε κάτι ή προς το οποίο κατευθυνόμαστε («προχωρούσαμε με κατεύθυνση το άγνωστο»)
2. ο αντικειμενικός σκοπός μιας προσπάθειας, το σημείο στο οποίο τείνει, η πορεία που ακολουθεί (α. «η κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής» β. «οι νέες κατευθύνσεις της ιατρικής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατευθύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δημήτριο Κ. Κοκίδη].