ἰσαριθμῶ, -έω (Μ) ισάριθμοςείμαι ισάριθμος, είμαι ίσος κατά τον αριθμό («στρατόν ἰσαριθμοῦντα ψάμμῳ τῇ θαλασσίᾳ»«, Τζέτζ.).