ισάριθμος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσάριθμος, -ον, Α ποιητ. τ. ἰσήριθμος)
ίσος κατά τον αριθμό με κάτι («ψυχαὶ ἰσάριθμοι τοῖς ἄστροις», Πλάτ.)
αρχ.
1. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο γραμματικό αριθμό με κάποιον άλλο
2. επιγρ. ισόψηφος.
επίρρ...
ισαρίθμως και ισάριθμα (Α ἰσαρίθμως)
με ίσο αριθμό
αρχ.
με τον ίδιο γραμματικό αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -άριθμος (< ἀριθμός), πρβλ. ὀλιγάριθμος, πολυάριθμος].