κατουλῶ, -όω (Α)συντελώ ώστε να κλείσει η πληγή και να σχηματιστεί ουλή, να μείνει μόνο το σημάδι της, επουλώνω («τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντας δεῖν κατουλώσαι», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οὐλῶ «χαράσσω, προξενώ ουλές»].