σιδηρόσπαρτος

Revision as of 20:30, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

English (LSJ)

ον, A sown or produced by iron, Luc.Ocyp.100.

German (Pape)

[Seite 880] durch Eisen gesäet od. verursacht, Luc. Ocyp. 100.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόσπαρτος: -ον, ἐσπαρμένος ἢ παραγόμενος διὰ σιδήρου Λουκ. Ὠκύπ. 100.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
engendré par le fer.
Étymologie: σίδηρος, σπαρτός.

Greek Monolingual

-ον, Α
σπαρμένος με σίδηρο ή αυτός που προέρχεται από σίδηρο («τολμᾷς σιδηρόσπαρτον ἐπιβαλεῖν πόνον;», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. ὀφιό-σπαρτος].

Greek Monotonic

σῐδηρόσπαρτος: -ον, αυτός που είναι σπαρμένος με σίδερα ή κατασκευασμένος από σίδηρο, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρόσπαρτος -ον [σίδηρος, σπείρω] door ijzer geproduceerd. [Luc.] 74.100.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρόσπαρτος: причиненный железом (ножом) (πόνος Luc.).

Middle Liddell

σῐδηρό-σπαρτος, ον,
sown or produced by iron, Luc.