σφιγμός
German (Pape)
[Seite 1051] ὁ, = σφίγξις, Math. vett.
Greek (Liddell-Scott)
σφιγμός: ὁ, = σφίγξις, Ἀπολλόδωρ. Πολιορκ. ἐν Ἀρχ. Μαθ. 25 κατὰ τὸν Schneid.· ― μεταφορ. παρ’ Εὐστ. ἐν Πονηματ. 179. 54., 333. 13.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ σφίγγω
μσν.
συνώθηση, σπρώξιμο («ὁ κόσμος ὅλος παρῆν, ὠς καὶ πάντα στενοχωρεῑσθαι τῷ ὄχλῳ καί τινας καὶ ἐκλιπεῖν τῷ πολλῷ τοῦ σφιγμοῡ», Ευστ.)
αρχ.
σφίξιμο.