τὸ εἰπεῖν, Hsch.
[Seite 21] τό, das Sprechen, Hesych.
λέγμα: τό, «τὸ εἰπεῖν» Ἡσύχ.
λέγμα (Α) λέγω(κατά τον Ησύχ.) «τὸ εἰπεῖν»·